Loading. Please wait...
search

Το τέλος της αρχής

Μια ηλιαχτίδα, λεπτή σαν χρυσαφένια κλωστή τεντωμένη από μίλια μακριά, βρήκε τον στόχο της στην τρίτη από δεξιά κηλίδα του αριστερού φτερού της. Η μικρή πασχαλίτσα, που εκείνη την ώρα έπαιρνε το λουτρό της σε μια σταγόνα πρωινής πάχνης που είχε παγιδευτεί σαν δακράκι στο κίτρινο βλέφαρο της πρίμουλας, απόλαυσε την ζεστασιά και μετά από μια στιγμή άνοιξε τα φτερά της και γλίστρησε στον αέρα που κατέβαινε με δύναμη από την κορυφή του βουνού στην αγκαλιά του Παγασητικού. “Καλό σημάδι” σκέφτηκε και το βλέμμα του την ακολούθησε για λίγο και στην συνέχεια έμεινε να αγναντεύει ένα ιστιοφόρο που αργά αλλά σταθερά έσπρωχνε ο λεβάντες  στο λιμάνι του Βόλου. Την εμπατή του έκοβε το “κορδόνι”, μια λωρίδα τσιμέντου 1000 μέτρων, όπου δένουν τα σκάφη σαν και αυτό ή δίνουν τα πρώτα τους φιλιά οι έφηβοι της πόλης..Μα ξάφνου τα μάτια σηκώθηκαν στον ουρανό. Μια παχιά, λευκή γραμμή έσκισε το γαλάζιο και κρύφτηκε πίσω από μια θεόρατη καστανιά προς την κατεύθυνση του προορισμού του και ακολούθησε.

Ο περίπατος δεν πήρε πολύ και μπροστά του εμφανίστηκαν τα πετρόχτιστα απομεινάρια του Σανατόριου. Ο πρώτος λίθος τοποθετήθηκε το 1909 από τον Γεώργιο Καραμάνη, μια μέρα σαν και αυτή όπου η άνοιξη παλεύει να νικήσει τον χειμώνα και η αγάπη την αδιαφορία. Εκατοντάδες φυματικοί από όλα τα μέρη τις Ελλάδας πέρασαν από το μέρος αυτό όπου ο καθαρός αέρας, οι αγνές τροφές, η φροντίδα των γιατρών αλλά κυρίως η αποδοχή αυτών των κατατρεγμένων “χτικιάριδων” που την εποχή εκείνη δέχονταν έντονο ρατσισμό, τους οδήγησε να σχηματίσουν μια ιδιότυπη κοινωνία όπου ζούσαν με αγάπη και έρωτα. Δεν τους ένοιαζε το μέλλον, γιατί δεν είχαν μέλλον.

Παραπάνω από έναν αιώνα μετά, τα ανοιχτά παράθυρα δέχονταν μέσα τους τα κλωνάρια των παρακείμενων δέντρων καθώς βρύα και βοκαμβίλιες αγκάλιαζαν τα πλιθάρια των τοίχων. Το καταφύγιο του Πάνα δεν ήταν πολύ μακριά και ο θεός μαζί με την μητέρα φύση ξέρει πάντα πως να παίρνει πίσω τις δημιουργίες  του ανθρώπου και να τις ξαναγεννά. Ανέβηκε σκαλιά και κατέβηκε σε υπόγεια, απόλαυσε την θέα και τον φρέσκο αέρα από τα δωμάτια που κάποτε φιλοξενούσαν τους αρρώστους και πήρε μια γεύση της αίγλης του κτιρίου, παρατηρώντας τους χάλκινους γρύλους και τις κάποτε αρχοντικές, τώρα σκωροφαγωμένες, δρύινες ντουλάπες. Μα πιο πολύ εντύπωση του έκανε το παρεκλήσι των Αγ. Αναργύρων στο υπόγειο. Οι σανίδες από το ξύλινο πάτωμα είχαν καταρρεύσει δημιουργώντας μια τρύπα στο κέντρο του δωματίου, μπροστά από την ωραία πύλη του ιερού, αλλά τριγύρω οι τοιχογραφίες των αγίων, την Παναγίας και του Χριστού κοιτούσαν με επιοίκια και γνώση τον επισκέπτη. Πολλά χέρια ανθρώπων ενώθηκαν μπροστά τους στο σχήμα της προσευχής, ζητώντας το έλεος και την σωτηρία. Αλλά και σε όλους τους άλλους χώρους πολλά χέρια κρατήθηκαν με των διπλανών τους στο σχήμα της ενότητας. Άρρωστοι στις κλίνες τους προσδοκούσαν τις νοσοκόμες για να ακούσουν λίγα καλά λόγια αλλά περισσότερο για να τους κρατήσει κάποιος το χέρι και να τους δώσει ζεστασιά και δύναμη. “Δώσε μου το χέρι σου, να κρατήσω την ζωή μου” λέει ο Τ. Λειβαδίτης

Αυτή η απλή χειρονομία, όπου τα δάχτυλα μπλέκονται το ένα με το άλλο και οι παλάμες ακουμπούν είναι, ίσως, ότι πολυτιμότερο έχουμε. Ενώνουν τους ανθρώπους και η ενέργεια του ενός αρχίζει να ρέει και μέσα στον άλλο. Δυο άνθρωποι όταν γνωρίζονται δίνουν μια χειραψία και κάθε φορά που ξανασυναντιούνται η χειραψία αυτή κρατάει περισσότερο. Ένα ζευγάρι, όταν νιώσει σίγουρο για τον πόθο του, πρώτα από όλα κρατιέται “χεράκι-χεράκι”. Πόση χαρά, έξαψη και ευτυχία νιώθουν όλοι οι άνθρωποι εκείνη την στιγμή? Μα και στις δυσκολίες. Οι νέοι πιάνονται και ενώνονται σε αλυσίδες όταν κάνουν πορεία ενάντια στο εχθρικό κράτος και “κράτα με να σε κρατώ, να ανεβούμε το βουνό” λέει ο λαός μας.

Ξαφνικά ένιωσε μόνος και αποφάσισε να αναζητήσει την ανθρώπινη παρουσία. Άφησε πίσω του τα χαλάσματα και πήρε το μονοπάτι της επιστροφής. Πλησιάζοντας ένα μαντρί, είδε μια μαυροντυμένη, καμπουρωτή “μπάμπω” να κουβαλάει ένα δεμάτι ξυλαράκια για την σόμπα της. “Καλημέρα γιαγιά, θέλεις μήπως βοήθεια?”, της απευθύνθηκε όταν πια τα βήματα του την είχαν φέρει κοντά της. “Ναι αγόρι μου. Την ευχή μου να έχεις” του αποκρίθηκε. Φορτώθηκε λοιπόν το δεμάτι και αμίλητοι προχώρησαν μέχρι την ασφαλτωσιά όπου ήταν το σπιτάκι της. Η γριά έβγαλε από την τσέπη της ζακέτας της ένα μεγάλο, σκουριασμένο κλειδί και άνοιξε την περίτεχνη, μεταλλική καγκελόπορτα του κηπάκου της. “Άστα εδώ και κάτσε να σε φιλέψω” του είπε δείχνοντας μια άδεια, πύλινη γλάστρα κάτω από μια φρεσκοανθισμένη αμυγδαλιά. Θυμήθηκε τότε το χωράφι του παππού του, όπου έπαιζε μικρός με τα χώματα σχηματίζοντας αυλάκια ώστε να κυλίσει το νερό στα διάφορα φυτά αλλά κυρίως στην μικρή αμυγδαλιά που είχανε φυτέψει μαζί με τον παππού και την γιαγιά την πρώτη φορά που τον πήραν μαζί τους. Αφαιρέθηκε θαυμάζοντας τα λευκά και ροζ άνθη που ξεπετάγονταν από τα λεπτά κλωνάρια μέχρι να τον ξυπνήσει η κυρα-Παγώνα, όπως του συστήθηκε αργότερα, που επέστρεφε από το εσωτερικό του σπιτιού με ένα στρογγυλό πιατάκι γλυκό του κουταλιού καρύδι και ένα ποτήρι δροσερό νερό. Τα απόλαυσε και τα δυο χωρίς πολλές κουβέντες αλλά με φωτεινά βλέμματα την αποχαιρέτησε φιλώντας της το χέρι, προτού το αφήσει για να πάρει τον δρόμο του.

Σήμερα στο σανατόριο, κατάλαβε πόσο σημαντική είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα έντονης στοργής και προστασίας απέναντι σε ένα πρόσωπο. Εκείνος που αγαπάει, βιώνει μέσα του την ευτυχία μέσω της προσφοράς και της γειτνίασης με το άτομο για το οποίο τρέφει έντονα συναισθήματα. Η αγάπη σε κάθε της μορφή, είτε φιλική, είτε μητρική, είτε συναισθηματική, είναι μεγαλειώδης και ορμητική σαν χείμαρρος.                 Πολλοί θεωρούν πως το αντίθετο της αγάπης είναι το μίσος. Αυτή η σκέψη είναι λανθασμένη, διότι το μίσος, μέσα από την επιθυμία σου να βλάψεις ή να προκαλέσεις κακό στον άλλο είναι τόσο δυνατό, που στο τέλος σε δένει με τον άνθρωπο που μισείς, αφήνεις τη σκέψη του να σε δηλητηριάσει και να σε διαποτίσει. Το πραγματικό αντίθετο της αγάπης είναι η αδιαφορία. Στην αδιαφορία, δεν ασχολείσαι καθόλου με την ύπαρξη του άλλου, το πρόσωπο για το οποίο αδιαφορείς, δε σου γεννά κανένα συναίσθημα.

Η αγάπη, σύμφωνα με τον Έριχ Φρομ, είναι η απάντηση στην ευτυχία που τόσο πολύ αναζητάει ο καθένας από εμάς, είναι μία απόφαση εκτός από ένα μοναδικό συναίσθημα. Αναμφίβολα, πρόκειται για το σπουδαιότερο συναίσθημα που μπορεί να αισθανθεί κάποιος, είναι η αρχή και το τέλος. La fin du Debut.

Share it on your social network:

Or you can just copy and share this url
Related Posts